ἀποδεδειγμένης

ἀποδεδειγμένης
ἀποδείκνυμι
point away from
perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… …   Dictionary of Greek

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

  • τηλεκινησία — η, Ν (στην παραψυχολογία) φαινόμενο μή αποδεδειγμένης μετακίνησης αντικειμένων με την επενέργεια ανεξακρίβωτης ψυχικής δύναμης ορισμένων ατόμων, τών μεσαζόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telekinesis < τηλ(ε) * + κίνηση] …   Dictionary of Greek

  • φιλανθρωπικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλανθρωπία, αυτός που διαπνέεται από φιλανθρωπία, αγαθοεργός 2. φρ. α) «φιλανθρωπικό ίδρυμα» νομικό και κοινωνικό όργανο, υπό τη μορφή αυτόνομου οργανισμού, μέσω τού οποίου χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”